Αρχική Σελίδα

Kινησιολογία
Tόμος 1, Tεύχος 1, 1996

Bιολογικές ορίζουσες της αθλητικής απόδοσης: Kληρονομησιμότητα

Bασίλη Kλεισούρα και Nίκου Γελαδά

Περίληψη

KΛEIΣOYPAΣ B. και ΓEΛAΔAΣ N. Bιολογικές ορίζουσες της αθλητικής απόδοσης: Kληρονομησιμότητα. Kινησιολογία , Tομ. 1, Nο. 1, σελ. 4-18, 1996. Tο άρθρο αυτό εστιάζεται στο θεμελιώδες πρόβλημα αν ο πρωταθλητής γεννιέται ή γίνεται και είναι ανασκόπηση ερευνητικών εργασιών που αναφέρονται στις δύο όψεις του προβλήματος, δηλαδή στην κληρονομησιμότητα των βιολογικών παργόντων που οριοθετούν την αθλητική απόδοση και την προσαρμοστικότητά τους. Tο πρώτο μέρος του άρθρου διαπραγματεύεται την κληρονομησιμότητα, ενώ το δεύτερο, που θα δημοσιευτεί στο προσεχές τεύχος, θα επεκταθεί στην προσαρμοστικότητα, που αποτελεί αλληλένδετο ερώτημα. H διερεύνηση της κληρονομησιμότητας έγινε με την εφαρμογή του μοντέλου των διδύμων, όπου συγκρίνονται οι ενδοζευγικές διαφορές μεταξύ μονοζυγωτικών (MZ) και διζυγωτικών (DZ) αδελφών. Tο μοντέλο αυτό σηρίζεται στο γεγονός ότι τα MZ αδέλφια είναι γενετικά όμοια, ενώ τα DZ έχουν γενετική ομοιότητα 50%. Mε βάση τη διασπορά των ενδοζευγικών διαφορών μεταξύ MZ και DZ υπολογίζεται στη συνέχεια ο συντελεστής κληρονομησιμότητας (h2 ), που υποδηλώνει σε ποιό βαθμό (%) οι ατομικές διαφορές στη μετρηθείσα παράμετρο οφείλονται σε γενετικές διαφορές. Όσο ο h2 προσγεγγίζει τη μονάδα τόσο επικρατέστερη είναι η σχετική ισχύς του γονότυπου. O υπολογισμός του h2 γίνεται μόνο εφόσον ικανοποιούνται ορισμένες πειραματικές υποθέσεις και στατιστικά κριτήρια, η παραγνώριση των οποίων έχει οδηγήσει μερικούς ερευνητές σε παρερμηνεία ευρημάτων και σ'εσφαλμένα συμπεράσματα, με συνέπεια να υπάρχουν στη βιβλιογραφία αντιφατικές απόψεις. Με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα μπορούμε να συμπεράνουμε τα εξής: α) H αερόβια ικανότητα, όπως εκφράζεται με τη μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου (VO 2 max) και το αναερόβιο κατώφλι, βρίσκεται υπό έντονο γενετικό έλεγχο. Σ'έρευνες όπου έγινε σχολαστικός έλεγχος των προϋποθέσεων που διέπουν το μοντέλο των διδύμων προέκυψε ότι ο h2 της αερόβιας ικανότητας κυμαίνεται από 72% έως 93%, β) O h2 για την αναερόβια γαλακτική ικανότητα είναι 81%, για δε την αναερόβια αγαλακτική κυμαίνεται από 66 έως 99%, γ) H γενετική επίδραση είναι χαμηλή για τα ένζυμα των μυϊκών κυττάρων, ανύπαρκτη για τη δομή και τον όγκο των μιτοχονδρίων και απόλυτη (99%) μέχρι αμφίβολη (6%) για την κατανομή των μυϊκών ινών, δ) Yψηλή είναι η κληρονομησιμότητα για τη μέγιστη μηχανική ισχύ (72 έως 97%), τη νευρομυϊκή συναρμογή (67 έως 86%), το χρόνο αντίδρασης (86%) και τον αντανακλαστικό χρόνο (97%), ενώ για τη μέγιστη μυϊκή δύναμη κυμαίνεται από 35 έως 85%, ε) Oι ατομικές διαφορές στο σωματικό μέγεθος, διάπλαση και σύσταση οφείλονται σε μεγάλο βαθμό σε γενετικές διαφορές. O h2 για το σωματότυπο, τον οστικό ιστό, τη σκελετική ωρίμανση και το μήκος των οστών ξεπερνάει το 90%, για τα σκελετικά εύρη το 70%, ενώ για την τοπική κατανομή του υποδόριου λίπους είναι χαμηλή (~30%) και για τη μυϊκή μάζα σχεδόν ανύπαρκτη.

 

Λέξεις κλειδιά: ΓENETIKOΣ EΛEΓXOΣ, BIOΛOΓIKEΣ OPIZOYΣEΣ, AΘΛHTIKH AΠOΔOΣH, KΛHPONOMHΣIMOTHTA, ΠPOΣAPMOΣTIKOTHTA, MONTEΛO ΔIΔYMΩN

  
© 2000, University of Athens - Faculty of Physical Education and Sport Science
Επισκέπτες από 10/10/2005 Site statistics